Gm Dm Gm Dm Gm Dm Gm Dm C Dm C Dm Gm Dm Gm Dm C Dm Gm Δυο κυνηγοί λαβώσανε στα όρη σ' ένα ρυάκι Dm F Dm Gm Dm την ώρα που δροσίζουνταν ωριόπλουμο γεράκι Dm C Gm Για πολιτεία μακρινή το πήραν κι εμισέψαν Gm F Dm Gm F Dm και φέρανε στην κλίνη του γιατρό και το γιατρέψαν Dm Am Dm Gm Κι εδώσαν του χρυσό κλουβί με αργυρό λουκέτο Dm F Dm Gm F Dm και με μωροκανάκισμα μοσχαναθρέφανέ το Επρόβαλε μιαν ταχινή ο ήλιος παιγνιδιάρης χαΐνης, ξεμπετούριαστος κι ερωτοδιοματάρης Ήλιε μου, αφέντη τ' ουρανού, σ' ανατολή και δύση πε μου μαντάτα του βουνού που το 'χω πεθυμήσει Ήρθενε πάλι η άνοιξη, μαυλίστρα με τα μάγια και λουλουδίσανε οι κορφές κι ανθίσανε τα πλάγια Και πότε κάνει τη ζωή μελίσσι στα κλωνάρια πότε μουρμούρι του νερού στου αγριμιού τ' αχνάρια Πότε παράπονο γλυκό που σμίγει με τ' αέρι και πότε όνειρο τρεζό που πέφτει με τ' αστέρι Κι ήδεσ' ο έρωτας αθούς και φύλλα στο δοξάρι και τρέχει και παιζογελά αξέγνοιος στο χορτάρι Πόσος καιρός επέρασε αλήθεια είχε ξεχάσει παιδί 'ταν που πρωτόδενε τον έρωτα να πράσσει Εκίνησε τ' άγριο πουλί στα όρη για να πάει και του 'φανίστη το κλουβί θεριό να τονε φάει Και χίμηξε με τα φτερά και με τα κράνυχά ντου κι ήβαψε το χρυσό κλουβί το αίμα τση καρδιάς του Και πήρε ο ήλιος πιτσιλιά στη μπάντα που φωλεύγει γι αυτό ροδίζει ο ουρανός κάθε που βασιλεύγει Περνούν οι μέρες κι οι καιροί κι ο λογισμός μερεύγει σαν το νερό στη χαχαλιά μοιάζει η ζωή να φεύγει Κι η ιστορία επόμεινε και τα πουλιά βουρκώνα σαν τη διηγούνταν στα μικρά τα βράδια του χειμώνα
Δυο κυνηγοί λαβώσανε στα όρη σ' ένα ρυάκιτην ώρα που δροσίζουνταν ωριόπλουμο γεράκιΓια πολιτεία μακρινή το πήραν κι εμισέψανκαι φέρανε στην κλίνη του γιατρό και το γιατρέψανΚι εδώσαν του χρυσό κλουβί με αργυρό λουκέτοκαι με μωροκανάκισμα μοσχαναθρέφανέ τοΕπρόβαλε μιαν ταχινή ο ήλιος παιγνιδιάρηςχαΐνης, ξεμπετούριαστος κι ερωτοδιοματάρηςΉλιε μου, αφέντη τ' ουρανού, σ' ανατολή και δύσηπε μου μαντάτα του βουνού που το 'χω πεθυμήσειΉρθενε πάλι η άνοιξη, μαυλίστρα με τα μάγιακαι λουλουδίσανε οι κορφές κι ανθίσανε τα πλάγιαΚαι πότε κάνει τη ζωή μελίσσι στα κλωνάριαπότε μουρμούρι του νερού στου αγριμιού τ' αχνάριαΠότε παράπονο γλυκό που σμίγει με τ' αέρικαι πότε όνειρο τρεζό που πέφτει με τ' αστέριΚι ήδεσ' ο έρωτας αθούς και φύλλα στο δοξάρικαι τρέχει και παιζογελά αξέγνοιος στο χορτάριΠόσος καιρός επέρασε αλήθεια είχε ξεχάσειπαιδί 'ταν που πρωτόδενε τον έρωτα να πράσσειΕκίνησε τ' άγριο πουλί στα όρη για να πάεικαι του 'φανίστη το κλουβί θεριό να τονε φάειΚαι χίμηξε με τα φτερά και με τα κράνυχά ντουκι ήβαψε το χρυσό κλουβί το αίμα τση καρδιάς τουΚαι πήρε ο ήλιος πιτσιλιά στη μπάντα που φωλεύγειγι αυτό ροδίζει ο ουρανός κάθε που βασιλεύγειΠερνούν οι μέρες κι οι καιροί κι ο λογισμός μερεύγεισαν το νερό στη χαχαλιά μοιάζει η ζωή να φεύγειΚι η ιστορία επόμεινε και τα πουλιά βουρκώνασαν τη διηγούνταν στα μικρά τα βράδια του χειμώνα
ακόμα μπορείς να το προσθέσεις στα αγαπημένα σου ή ακόμα και σε μία Playlist σου
Πρόσθεσε και εσύ συγχορδίες στην βιβλιοθήκη του Tabsy
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ